- νεβλάραι
- νεβλάραι (fort. νεβλᾶραι) · περαίνειν, Hsch.;A
νεβλάρεται Ar.Fr.241
(ap.Phot., -τοι cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεβλάρεται Ar.Fr.241
(ap.Phot., -τοι cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεβλάραι — νεβλᾱραι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περαίνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που συνδέεται πιθ. με τον τ. «νεβλάρεται», τον οποίο παραδίδει ο Φώτιος … Dictionary of Greek